- κακοπραγῶ
- κακοπρᾱγῶ , κακοπραγέωfare illpres subj act 1st sg (attic epic doric)κακοπρᾱγῶ , κακοπραγέωfare illpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοπραγώ — κακοπραγῶ, έω (Α) 1. κάνω κακό, προξενώ βλάβη 2. είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε κάποια επιχείρηση 3. δυστυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραγῶ (< θ. πραγ , πρβλ. πέπραγα τού πράττω*), πρβλ. δικαιο πραγώ, ματαιο πραγώ] … Dictionary of Greek
κακοπράγημα — κακοπράγημα, τὸ (Α) [κακοπραγώ] κακή συμπεριφορά … Dictionary of Greek
κακοπραγία — η (AM κακοπραγία) [κακοπραγώ] το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ) μσν. κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.) αρχ. 1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ… … Dictionary of Greek
ματαιοπραγώ — ματαιοπραγῶ, έω (Μ) ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ματαιόπραγος (πρβλ. αδικοπραγώ, κακοπραγώ)] … Dictionary of Greek
συγκακοπράγημα — ήματος, τὸ, Μ η κοινή με άλλους συμφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακοπράγημα (< κακοπραγώ «είμαι άτυχος, δυστυχώ»)] … Dictionary of Greek